μωμοσκοπώ

μωμοσκοπώ
μωμοσκοπῶ, -έω (ΑΜ) [μωμοσκόπος]
εξετάζω τα ζώα που προορίζονται για θυσία για να δω αν έχουν κανένα ελάττωμα
μσν.
1. (κατ' επέκτ.) έχω την τάση να ψέγω, να κατακρίνω, είμαι φιλοκατήγορος, φιλόψογος
2. (το παθ.) μωμοσκοποῡμαι, -έομαι
υφίσταμαι ψόγο, κατακρίνομαι, κατηγορούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”